δισήμαντος

δισήμαντος
-η, -ο
αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δισήμαντος — η, ο ο δίσημος, αυτός που έχει δύο σημασίες: Η σημασία των δισήμαντων ή πολυσήμαντων λέξεων καθορίζεται κάθε φορά από τα συμφραζόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”